Ισθμοί

Ισθμοί
Ἰσθμοῑ (Α)
επίρρ.
1. στον Ισθμό, επί τού Ισθμού, ἐν τῷ Ισθμῷ
2. στα Ίσθμια, στους Ισθμικούς αγώνες («Ἰσθμοῑ τά τ' ἐν Νεμέᾳ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰσθμός + επιρρ. κατάλ. -οι (πρβλ. οἴκ-οι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἰσθμοῖ — on the Isthmus indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοῖ — on the Isthmus indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμοῖ' — Ἰσθμοῖο , ἰσθμός neck masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοῖ' — ἰσθμοῖο , ἰσθμός neck masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Предложный падеж — (грамм.) русское название древнего местного падежа, данное ему потому, что он употребляется теперь только в соединении с предлогами (в, на, о, по, при). Местный падеж в индоевропейских языках в единственном числе образуется двумя способами: 1) в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • πανηγυριστήριον — τὸ, Α τόπος όπου γίνονταν πανηγύρεις («ἐν τοῑς κοινοῑς τῆς Ἑλλάδος πανηγυριστηρίοις Ὀλυμπίασι καὶ Ἰσθμοῑ καὶ Νεμέᾳ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγυρίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. λογισ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • πυλοιγενής — και πυληγενής, ές, Α αυτός που γεννήθηκε στην Πύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύλος + γενής (< γένος < γίγνομαι). Το α συνθετικό πυλοι έχει τη μορφή παλιάς τοπικής πτώσης (πρβλ. Ἰσθμοῖ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”